Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Καρεκλοπόδαρα



Μια φθινοπωρινή νύχτα, όταν ο Σεπτέμβρης γύριζε από το ταξίδι του στο χρόνο, για να δώσει το εισιτήριό του στον Οκτώβρη (οι δώδεκα μήνες έχουν κάρτα διαρκείας για τη Γη, την οποία μοιράζονται αναμεταξύ τους για να ταξιδεύουν εκεί, ο καθένας για 30 μέρες περίπου. Τους την έχει δώσει ο Χρόνος, για να ‘ναι σίγουρος, ότι τίποτα δε θα εμποδίσει το προγραμματισμένο τους ταξίδι), συνέβη αυτό που όλοι ακούγαμε, αλλά κανείς μας ποτέ δεν είχε δει.
Έχετε ακούσει κανέναν ή καμία να λέει «Πω πω! Ρίχνει καρέκλες!», όταν βρέχει πολύ; Ε λοιπόν, εκείνη τη νύχτα, ο ουρανός έριξε καρέκλες. Καλά διαβάσατε! Μετά τη Δέκατη Τρίτη Αστραπή, άρχισαν να προσγειώνονται στις γειτονιές της Πόλης-Που-Διψάει, εκατομμύρια καρεκλοπόδαρα.
Καρεκλοπόδαρα μικρά, μεγάλα, ξύλινα, μεταλλικά, πλαστικά, άσπρα, καφετιά, κόκκινα, καρεκλοπόδαρα κοντά και παχουλά και άλλα ψηλόλιγνα, προσγειώθηκαν μέσα σ’ ένα βράδυ στις στέγες όλων  των σπιτιών της Πόλης-Που-Διψάει.
Θα μου πείτε σιγά το πράγμα : στη Βρετανία, όταν βρέχει πολύ, λένε πως «ρίχνει γάτες και σκύλους» (“Its raining cats and dogs”),  και πιστέψτε με, είναι ένα φαινόμενο συχνό εκεί.
«Μα καλά, στη Γη κατοικούν άνθρωποι», θα πει κανείς, «τι γυρεύουν τα καρεκλοπόδαρα;» Ε, λοιπόν αν είχε ζήσει κανείς σας αυτά που έζησαν στον Πλανήτη τους τα καρεκλοπόδαρα, θα ψάχνατε κι εσείς απεγνωσμένα, στο Σύμπαν μια γωνιά να μετακομίσετε:
Το έτος Δύο-Χιλιάδες-Δεκαπέντε-Παρά-Τέταρτο, στον Επιπλανήτη, συνέβη ο θρυλικός πόλεμος, ανάμεσα στις δυο μεγάλες δυνάμεις, τους Βροντάι και τους Αστραφτυάρι. Οι μεν Βροντάι, εμπειροπόλεμος λαός, σκληροί κι ανίκητοι  μπροστά σε όλα, εκτός από τις αστραπές. Τις αστραπές τις φοβούνται πολύ, ακόμα και τώρα που μιλάμε. Αυτό το αδύνατο σημείο τους εκμεταλλεύτηκαν και οι Αστραφτυάρι, καλλιτεχνικές φύσεις όλοι τους, τους άρεσαν τα λούσα και η καλοπέραση, πλάσματα έξω-καρδιά που λέμε. Μόλις κατάλαβαν ότι με λίγες αστραπές, ή, όπως τις έλεγαν, αστραφτυαριές (γιατί τις αστραπές τις έριχναν με το φτυάρι, να ξέρετε, και τις ρίχνουν ακόμα), θα μπορούσαν να κατακτήσουν τον πλανήτη, σηκώσανε τα αστραφτερά τους μανίκια και άρχισε το γλέντι: Μια αστραφτυαριά εκείνοι, μια βροντή οι απέναντι μετά από δευτερόλεπτα, και πάει λέγοντας.
Τα καρεκλοπόδαρα, για να φτάσουμε και στο θέμα μας τώρα, είχαν ήδη πάρει την απόφασή τους πριν λήξει ο πόλεμος. Ο Επιπλανήτης πια δεν τα χωρούσε (από την πολλή βροχή, βροντή και αστραπή, κάποια είχαν φουσκώσει και κυριολεκτικά δεν τα χωρούσε.) Δεν τα ένοιαζε πού θα πάνε, δεν τα ενδιέφερε πού θα πέσουν, όμως αυτό δεν ήταν ζωή, να σπάνε οι καρέκλες χωρίς λόγο, ή μαλλον για τα κέφια των δυο αντίπαλων βασιλιάδων, του Αλέξη Κεραυνού, ή Αλεξικέραυνου, και του Μπουμπουνητού Γ’.  Θα έφευγαν λοιπόν, και, κάπου θα υπήρχε μια γωνιά στο Σύμπαν και γι’αυτά.
«Αναχωρούμε με την πρώτη σταγόνα της βροχής», αναφώνησε ο Πολυθρόνης. «Θα μπερδευτούμε με τις δυνατές χοντρές ψιχάλες, έτσι δε θα μας πάρει κανείς είδηση». Κι αυτό περίπου έγινε.
Όταν προσγειώθηκαν, δεν προσγειώθηκαν στο έδαφος, όπως οι σταγόνες της βροχής. Τους καλοδέχτηκαν οι στέγες των σπιτιών, που έτσι κι αλλιώς έδειχναν πιο φιλόξενες από τα κλειστά σπίτια με τα σβησμένα φώτα, πιο ζεστές από τους άδειους δρόμους, όπου κανείς εκείνη την ώρα δεν περπατούσε. Ξέρανε όμως ότι δεν πρέπει να μείνουν για πολύ εκεί - έπρεπε να δουν τι είναι αυτή η Γη, που τόσα διάβαζαν και άκουγαν για ‘κείνη. Έπρεπε να δουν αν ο καινούργιος τόπος τα χωρούσε. Θα εξερευνούσαν κάθε γωνιά της, έπρεπε να ζήσουν από δώ και πέρα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου