Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ρόαλντ νταλ, "οι μάγισσες"


η ακρίβεια του καιρού



Πάνω στης Τράπεζας την τζαμαρία την καινούργια
καθρεφτίζονται ματάκια, ποδαράκια
που όλο τρέχουν, τρέχουν και ποτέ δεν προλαβαίνουν ;
όλο τρέχουν μες στην πόλη που τη λένε Λεπτοδείχτη.

Μα ευτυχώς το σύστημα το οικονομικό
δε σταματάει για τους πελάτες να φροντίζει
κι απ’ όλους πιο πολύ για τα παιδάκια
που είναι πιο εύκολο –άρα λογικόν, νόμιμον και ηθικόν!  να πέσουν
μέσα στης Τράπεζας τη τζαμαρία και το δίχτυ.
Αφού είναι Χρονοτράπεζα αυτή
κι εκείνα,  χρόνια τώρα φτωχαδάκια!

Τράπεζα Χρόνου! Ακούσατε; Τρέξτε, ενημερωθείτε,
καταθέστε, δανειστείτε!
Μην αμελείτε τα παιδιά σας, είναι κρίμα!
Χρονοδιακοποδάνειο, μάλιστα κύριε, γιατί όχι.
Προσφορές-σοκ στα Σαββατοκύριακα!
Προ-λα-βε-τε
γιατί ο χρόνος
είναι χρήμα
-το ξέρει μέχρι κι ο παππούς σου, αλλά εκείνος έχει χρόνο

***

-Δέκα χρονών και μου ’μπλεξε στα δάνεια από τώρα.
-Και τι να κάνει, χωρίς χρόνο πώς θα ζήσει;
-Μήπως να φτιάχναμε ένα κλώνο.
-Ελεύθερο!
-Τι ιδέα! Έτσι ο κλώνος θα χαζεύει, θα κοιμάται και θα παίζει,
θα κάνει ποδήλατο, θα κάνει, φίλους, θα κάνει, και κανείς
δε θα τον ενοχλήσει
Και το χρυσό μας, χρόνο θα εξοικονομήσει
είπε η μαμά και ξανακάθισε στον παιδαγχωτικό της θρόνο.

***
Χτυπάει οχτώ!  Ώρα για ειδήσεις
στο στριμωχτό
καναπέ, τι θαλπωρή οικογενειακή,
- φωνάξτε μου και το παιδί! πού χάθηκε όλη μέρα;

«Ληστεία κυρίες και κύριοι,
ληστεία στην Τράπεζα του Χρόνου!»
-δηλαδή χτες το απόγεμα, όχι του χρόνου-
(πάλι καλά, του χρόνου θα ‘ταν τραγικά αργά)
Χθες το απόγεμα, πάνω στην ώρα που ο σεβαστός
διευθυντής και δήμαρχος της πόλης Λεπτοδείχτης
έκοβε μπροστά απ’ το ΑΤΜ την κορδέλα στ’ ολοκαίνουργιο Ρολόι
που, ακούστε, μετράει τα καρδιοχτύπια αυστηρά,
«και τέρμα πια ο συνωστισμός, 
και τέρμα πια οι άσκοπες ουρές που τρώνε χρόνο!»

και τέρμα όσο δεν παίρνει, συνεπείς
(και σύμφωνα με τ’ ολοκαίνουργιο Ρολόι)
ληστές ήρθαν, βρήκαν, πήραν Χρόνο
-οπωσδήποτε μεγάλη είχαν πείρα από χρόνο
και πώς να τον κοροϊδεύουν.

Ληστές δεκάχρονοι, μεγάλο ριφιφί!
[ Κι είναι τώρα όλοι μαζεμένοι οι κλώνοι

καπνιστοί μπαρουτιασμένοι

στέκονται μπροστά στα ΑΤΜ για λίγο χρόνο,

μα τ’ ολοκαίνουργιο Ρολόι, τί καρδιοχτύπι να μετρήσει;]
Κι η μαμά, απ’ τον παιδαγχωτικό της θρόνο
ψάχνει το χρυσό της που έχει εξαφανιστεί.


Καρεκλοπόδαρα



Μια φθινοπωρινή νύχτα, όταν ο Σεπτέμβρης γύριζε από το ταξίδι του στο χρόνο, για να δώσει το εισιτήριό του στον Οκτώβρη (οι δώδεκα μήνες έχουν κάρτα διαρκείας για τη Γη, την οποία μοιράζονται αναμεταξύ τους για να ταξιδεύουν εκεί, ο καθένας για 30 μέρες περίπου. Τους την έχει δώσει ο Χρόνος, για να ‘ναι σίγουρος, ότι τίποτα δε θα εμποδίσει το προγραμματισμένο τους ταξίδι), συνέβη αυτό που όλοι ακούγαμε, αλλά κανείς μας ποτέ δεν είχε δει.
Έχετε ακούσει κανέναν ή καμία να λέει «Πω πω! Ρίχνει καρέκλες!», όταν βρέχει πολύ; Ε λοιπόν, εκείνη τη νύχτα, ο ουρανός έριξε καρέκλες. Καλά διαβάσατε! Μετά τη Δέκατη Τρίτη Αστραπή, άρχισαν να προσγειώνονται στις γειτονιές της Πόλης-Που-Διψάει, εκατομμύρια καρεκλοπόδαρα.
Καρεκλοπόδαρα μικρά, μεγάλα, ξύλινα, μεταλλικά, πλαστικά, άσπρα, καφετιά, κόκκινα, καρεκλοπόδαρα κοντά και παχουλά και άλλα ψηλόλιγνα, προσγειώθηκαν μέσα σ’ ένα βράδυ στις στέγες όλων  των σπιτιών της Πόλης-Που-Διψάει.
Θα μου πείτε σιγά το πράγμα : στη Βρετανία, όταν βρέχει πολύ, λένε πως «ρίχνει γάτες και σκύλους» (“Its raining cats and dogs”),  και πιστέψτε με, είναι ένα φαινόμενο συχνό εκεί.
«Μα καλά, στη Γη κατοικούν άνθρωποι», θα πει κανείς, «τι γυρεύουν τα καρεκλοπόδαρα;» Ε, λοιπόν αν είχε ζήσει κανείς σας αυτά που έζησαν στον Πλανήτη τους τα καρεκλοπόδαρα, θα ψάχνατε κι εσείς απεγνωσμένα, στο Σύμπαν μια γωνιά να μετακομίσετε:
Το έτος Δύο-Χιλιάδες-Δεκαπέντε-Παρά-Τέταρτο, στον Επιπλανήτη, συνέβη ο θρυλικός πόλεμος, ανάμεσα στις δυο μεγάλες δυνάμεις, τους Βροντάι και τους Αστραφτυάρι. Οι μεν Βροντάι, εμπειροπόλεμος λαός, σκληροί κι ανίκητοι  μπροστά σε όλα, εκτός από τις αστραπές. Τις αστραπές τις φοβούνται πολύ, ακόμα και τώρα που μιλάμε. Αυτό το αδύνατο σημείο τους εκμεταλλεύτηκαν και οι Αστραφτυάρι, καλλιτεχνικές φύσεις όλοι τους, τους άρεσαν τα λούσα και η καλοπέραση, πλάσματα έξω-καρδιά που λέμε. Μόλις κατάλαβαν ότι με λίγες αστραπές, ή, όπως τις έλεγαν, αστραφτυαριές (γιατί τις αστραπές τις έριχναν με το φτυάρι, να ξέρετε, και τις ρίχνουν ακόμα), θα μπορούσαν να κατακτήσουν τον πλανήτη, σηκώσανε τα αστραφτερά τους μανίκια και άρχισε το γλέντι: Μια αστραφτυαριά εκείνοι, μια βροντή οι απέναντι μετά από δευτερόλεπτα, και πάει λέγοντας.
Τα καρεκλοπόδαρα, για να φτάσουμε και στο θέμα μας τώρα, είχαν ήδη πάρει την απόφασή τους πριν λήξει ο πόλεμος. Ο Επιπλανήτης πια δεν τα χωρούσε (από την πολλή βροχή, βροντή και αστραπή, κάποια είχαν φουσκώσει και κυριολεκτικά δεν τα χωρούσε.) Δεν τα ένοιαζε πού θα πάνε, δεν τα ενδιέφερε πού θα πέσουν, όμως αυτό δεν ήταν ζωή, να σπάνε οι καρέκλες χωρίς λόγο, ή μαλλον για τα κέφια των δυο αντίπαλων βασιλιάδων, του Αλέξη Κεραυνού, ή Αλεξικέραυνου, και του Μπουμπουνητού Γ’.  Θα έφευγαν λοιπόν, και, κάπου θα υπήρχε μια γωνιά στο Σύμπαν και γι’αυτά.
«Αναχωρούμε με την πρώτη σταγόνα της βροχής», αναφώνησε ο Πολυθρόνης. «Θα μπερδευτούμε με τις δυνατές χοντρές ψιχάλες, έτσι δε θα μας πάρει κανείς είδηση». Κι αυτό περίπου έγινε.
Όταν προσγειώθηκαν, δεν προσγειώθηκαν στο έδαφος, όπως οι σταγόνες της βροχής. Τους καλοδέχτηκαν οι στέγες των σπιτιών, που έτσι κι αλλιώς έδειχναν πιο φιλόξενες από τα κλειστά σπίτια με τα σβησμένα φώτα, πιο ζεστές από τους άδειους δρόμους, όπου κανείς εκείνη την ώρα δεν περπατούσε. Ξέρανε όμως ότι δεν πρέπει να μείνουν για πολύ εκεί - έπρεπε να δουν τι είναι αυτή η Γη, που τόσα διάβαζαν και άκουγαν για ‘κείνη. Έπρεπε να δουν αν ο καινούργιος τόπος τα χωρούσε. Θα εξερευνούσαν κάθε γωνιά της, έπρεπε να ζήσουν από δώ και πέρα!

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Στο σχολείο της Χώρας-Αυτής, τα παιδιά το ξέρουν



Στη Χώρα-Αυτή, μια μέρα
εξαφανίστηκαν οι τόνοι
κι αυτό δεν ήταν καθόλου Ωραίο.
Για τους τόνους των λέξεων σας μιλάω,
όχι για τους τόνους-ψάρια,
ούτε και γι’ αυτούς που ανεβαίνουν όταν μαλώνουν οι μεγάλοι.
Εξαφάνιση λοιπόν, για την ακρίβεια «εξαφανιση» σκέτο, άτονο και ξαφνικό,
κι οι λέξεις μείναν φαλακρές.
Τι ντροπή! Οι καημένες, και τι να πεις στον κόσμο, με τέτοιο πάθημα
ότι έστειλες τους τόνους κομμωτήριο; α πα πα πα πα...

Κι εντάξει το καλοκαίρι,
ας πούμε πως το ζητάει η υψηλή η θερμοκρασία.
Φθινοπώριασε όμως,
οι ρυθμοί στη Χώρα-Αυτή, χτύπησαν πάλι απ’ την αρχή
και μεγάλη αναστάτωση ήρθε στον κόσμο.

Να, ας πούμε, ένας κύριος ηλικιωμένος γέρος,
βγήκε πρωί πρωί στον κήπο για γυμναστική,
για να γίνει λέει «ακόμα πιο γερός!ακόμα πιο γερός!»
…είχε μπερδέψει τον τονισμό, κι αντί για γέρος νόμιζε γερός πως ήταν.

Αμ, ο παπάς της ενορίας;
Πετάχτηκε, λέει, κι άφησε τη λειτουργία στη μέση,
και βγήκε από το ιερό, νομίζοντας πως είναι στο Βατικανό,
κι έψαχνε λέει τους καρδιναλίους, ή «έστω, τις παντόφλες!»
Άντε να εξηγήσεις στον παπα-Διονύση,
ότι είναι σύμβολο η Παντόφλα κι ότι αυτός δεν είναι ο Πάπας.
Και μέσα σ’ όλα αυτά,
ήταν κι ένα πιάτο
κεφτέδες πολίτικοι με σάλτσα,
που μπερδεύτηκαν
(δε φημίζονται για την εξυπνάδα τους, για τη νοστιμιά τους φημίζονται)
και νόμιζαν πως είναι πολιτικοί
Φανταστείτε τι έγινε δε στο τραπέζι,
όταν σηκώθηκαν να βγάλουν λόγο.

Στο σχολείο της Χώρας-Αυτής, τα παιδιά κάνουν μάθημα. Την προηγούμενη μέρα, στον αγιασμό, τους υποδέχτηκαν ο διευθυντής, οι δάσκαλοι των τάξεων και η κυρία Σοφία, η Σοφή τους, με τα σκουλαρίκια-περιστεράκια που τα φοράει χρόνια τώρα σε όλες τις επίσημες περιστάσεις.
Μεγάλα σούσουρα έγιναν εκείνη τη μέρα.
Καινούργιοι συμμαθητές, καινούργιες τσάντες, καινούργια γέλια,
και στην άκρη της αυλής καινούργιο πηγαδάκι
από μαμάδες και μπαμπάδες πολύ ανήσυχους – καλά, γιατί;
Όχι, δε χτύπησε κανένας,
ούτε λείπει για να πάει καλά η πρώτη μέρα στο σχολείο,
όλα είναι στη θέση τους
– στη θέση τους είναι και οι καινούργιοι μαθητές της τρίτης τάξης.
Πίσω από τα όμορφα αγουροξυπνημένα μουτράκια,
αυστηρές, γκρι, μισές ματιές.

Μπήκανε στην τάξη και η Σοφή τους δεν έχασε καιρό. Πρώτη ώρα Γλώσσα, και έγραψε στον πίνακα δυο λέξεις, άτονες (μην ξεχνάμε το μεγάλο το κακό της Ωραιοχώρας).
αγαπη       μισος
-         Ελάτε, όλοι μπορείτε να μου γράψετε δυο σειρούλες γι’ αυτές τις λέξεις που βλέπετε στον πίνακα. Ας αρχίσουμε.
Ο Πέτρος, τέταρτο θρανίο απ’ την έδρα και πρώτο όνομα στη λίστα των πιο ζωηρών, κοίταζε και ξανακοίταζε τον πίνακα, μην μπορώντας να καταλάβει τι ζητούσε πάλι ( -Ακόμα δεν αρχίσαμε…) η Σοφή τους, λες και την απάντηση θα την έγραφαν οι κιμωλίες από μόνες.
Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Ασσάν, το διπλανό του κι αναστενάζοντας όλος γνωστικότητα, άνοιξε το καινούργιο τετράδιο.
ηταν μια φορα ένας αθρωπος που ειχε χασει
τηναγαπη και χωρις την αγαπη ητανε μισος
Μίσος. Μισός. μισος. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε η Σοφία στο σπίτι τις δυο σειρούλες που είχε ζητήσει και που δεν περίμενε να την παιδέψουν τόσο. Από τις πολλές φορές που τις διάβασε, οι λέξεις πια έχαναν το νόημά τους και παίρναν ένα άλλο. Μήπως κι όταν μισείς, δεν είσαι μισός... Ταρακούνησε το κεφάλι της και τα σκουλαρίκια-περιστεράκια κουδούνισαν λες και τα περιστέρια κουνούσαν τα ράμφη τους. Έβαλε το τετράδιο του Πέτρου στην άκρη και συνέχισε.
Το πρωί εκείνο είχαν καταφθάσει στο σχολείο τέσσερα προσφυγόπουλα – έκθεση δεν είχαν γράψει εκείνα, ούτε τη γλώσσα ήξεραν, ούτε τετράδια είχαν. Μα και τετράδια να είχαν, τα πρωινά τα σούσουρα δεν είχαν αφήσει τα παιδιά να μείνουν ως το μεσημέρι στην τάξη. Κι όμως, όπως κοιτούσαν το πρωί, με τα αγουροξυπνημένα εκείνα τα μουτράκια κι εκείνα τα μάτια, που υπόσχονταν, χαίρονταν, γεμάτα περιέργεια, αγωνία, μα πιο πολύ απ’ όλα, γεμάτα αγάπη, είχαν γράψει την καλύτερη έκθεση.
Κι εκείνοι, οι μεγάλοι, εκείνοι που ακούστηκαν έξω στην αυλή, αλλά και μετά, έξω απ’ το γραφείο των δασκάλων, να λένε για «ξένους», για «ανεπιθύμητους», εκείνοι μήπως δε μισούσαν; Στον ολόκληρο, κόσμο των παιδιών της, όπως συνήθιζε να τα λέει σα να είναι δικά της παιδιά, εκείνοι, εκείνοι οι πρωινοί , εκείνοι οι μεγάλοι, εκείνοι ήταν μισοί, εκείνοι ήταν ξένοι και ανεπιθύμητοι.
Δεν ήταν ο Πέτρος χαζούλης, ούτε κι ανορθόγραφος ήταν. Παιδί ήταν, κι όπως όλα τα παιδιά τα ξέρουν όλα, έφερνε κι εκείνος την αλήθεια στον κόσμο με τις φαλακρές λεξούλες στις γραμμές του τετραδίου, όπως είχε φέρει την αλήθεια εκείνο το πρωί που είχε χαμογελάσει στον Ασσάν, προτείνοντάς του να κάτσουν μαζί.
Πήρε το τετράδιο ξανά μπροστά της – τα γράμματα, αν και φαλακρά, χόρευαν πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά. Σιγά, που είχε συγκινηθεί απ’ τον Πέτρο!
Πάντως, το επόμενο πρωί, καθώς μοίραζε πίσω τα τετράδια των παιδιών, τα τακούνια της φρέναραν μπροστά στο θρανίο του Πέτρου και του Ασσάν. Τους κοιτούσε καλά-καλά, μία τον Πέτρο, μία τον Ασσάν, μία το μισό θρανίο και μία το άλλο μισό, πήγε κάτι να πει, γύρισε προς την έδρα. Το δικό τους το θρανίο είχε πάρει ήδη το «μπράβο» της, τι να τους πουν εκείνους τα μισά και τα ολόκληρα και το «πρώτη μέρα και φάγαμε τους τόνους».

-«Δε μου λέτε», μιλάει σε όλα τα παιδιά. «Μήπως έχει γεννηθεί κάποιος από εσάς εδώ;», και δείχνει το πάτωμα της τάξης.
Δεν είμαστε με τα καλά μας.
Εικοσιένα ζευγάρια νυσταγμένα ματάκια κοιτάνε απορημένα, λίγο πριν αρχίσουν να μιλάνε ο ένας πάνω στον άλλο, διστακτικά στην αρχή, με καμάρι και ύφος και χρώμα σαν αληθινές τηλεπερσόνες, στη συνέχεια.
-«Εδώ… εδώ μέσα στην αίθουσα εννοώ», λέει ξανά.
Γέλια, γέλια ανωτερότητας και συμπόνιας,
προς την καημένη την κυρία Σοφία μας
που μάλλον τα ‘χει χαμένα.
-«Ωραία! Ούτε κι εγώ! Λοιπόν , εγώ λέω πως, σ’ αυτή εδώ την αίθουσα, είμαστε όλοι ξενοφερμένοι.»
-«Εγώ λέω πως…
να συνεχίσουμε το παραμύθι με τα γράμματα τα φαλακρά στη Χώρα-Αυτή»,
πολύ σοβαρή ακούγεται μια παιδική φωνή.