Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Στο σχολείο της Χώρας-Αυτής, τα παιδιά το ξέρουν



Στη Χώρα-Αυτή, μια μέρα
εξαφανίστηκαν οι τόνοι
κι αυτό δεν ήταν καθόλου Ωραίο.
Για τους τόνους των λέξεων σας μιλάω,
όχι για τους τόνους-ψάρια,
ούτε και γι’ αυτούς που ανεβαίνουν όταν μαλώνουν οι μεγάλοι.
Εξαφάνιση λοιπόν, για την ακρίβεια «εξαφανιση» σκέτο, άτονο και ξαφνικό,
κι οι λέξεις μείναν φαλακρές.
Τι ντροπή! Οι καημένες, και τι να πεις στον κόσμο, με τέτοιο πάθημα
ότι έστειλες τους τόνους κομμωτήριο; α πα πα πα πα...

Κι εντάξει το καλοκαίρι,
ας πούμε πως το ζητάει η υψηλή η θερμοκρασία.
Φθινοπώριασε όμως,
οι ρυθμοί στη Χώρα-Αυτή, χτύπησαν πάλι απ’ την αρχή
και μεγάλη αναστάτωση ήρθε στον κόσμο.

Να, ας πούμε, ένας κύριος ηλικιωμένος γέρος,
βγήκε πρωί πρωί στον κήπο για γυμναστική,
για να γίνει λέει «ακόμα πιο γερός!ακόμα πιο γερός!»
…είχε μπερδέψει τον τονισμό, κι αντί για γέρος νόμιζε γερός πως ήταν.

Αμ, ο παπάς της ενορίας;
Πετάχτηκε, λέει, κι άφησε τη λειτουργία στη μέση,
και βγήκε από το ιερό, νομίζοντας πως είναι στο Βατικανό,
κι έψαχνε λέει τους καρδιναλίους, ή «έστω, τις παντόφλες!»
Άντε να εξηγήσεις στον παπα-Διονύση,
ότι είναι σύμβολο η Παντόφλα κι ότι αυτός δεν είναι ο Πάπας.
Και μέσα σ’ όλα αυτά,
ήταν κι ένα πιάτο
κεφτέδες πολίτικοι με σάλτσα,
που μπερδεύτηκαν
(δε φημίζονται για την εξυπνάδα τους, για τη νοστιμιά τους φημίζονται)
και νόμιζαν πως είναι πολιτικοί
Φανταστείτε τι έγινε δε στο τραπέζι,
όταν σηκώθηκαν να βγάλουν λόγο.

Στο σχολείο της Χώρας-Αυτής, τα παιδιά κάνουν μάθημα. Την προηγούμενη μέρα, στον αγιασμό, τους υποδέχτηκαν ο διευθυντής, οι δάσκαλοι των τάξεων και η κυρία Σοφία, η Σοφή τους, με τα σκουλαρίκια-περιστεράκια που τα φοράει χρόνια τώρα σε όλες τις επίσημες περιστάσεις.
Μεγάλα σούσουρα έγιναν εκείνη τη μέρα.
Καινούργιοι συμμαθητές, καινούργιες τσάντες, καινούργια γέλια,
και στην άκρη της αυλής καινούργιο πηγαδάκι
από μαμάδες και μπαμπάδες πολύ ανήσυχους – καλά, γιατί;
Όχι, δε χτύπησε κανένας,
ούτε λείπει για να πάει καλά η πρώτη μέρα στο σχολείο,
όλα είναι στη θέση τους
– στη θέση τους είναι και οι καινούργιοι μαθητές της τρίτης τάξης.
Πίσω από τα όμορφα αγουροξυπνημένα μουτράκια,
αυστηρές, γκρι, μισές ματιές.

Μπήκανε στην τάξη και η Σοφή τους δεν έχασε καιρό. Πρώτη ώρα Γλώσσα, και έγραψε στον πίνακα δυο λέξεις, άτονες (μην ξεχνάμε το μεγάλο το κακό της Ωραιοχώρας).
αγαπη       μισος
-         Ελάτε, όλοι μπορείτε να μου γράψετε δυο σειρούλες γι’ αυτές τις λέξεις που βλέπετε στον πίνακα. Ας αρχίσουμε.
Ο Πέτρος, τέταρτο θρανίο απ’ την έδρα και πρώτο όνομα στη λίστα των πιο ζωηρών, κοίταζε και ξανακοίταζε τον πίνακα, μην μπορώντας να καταλάβει τι ζητούσε πάλι ( -Ακόμα δεν αρχίσαμε…) η Σοφή τους, λες και την απάντηση θα την έγραφαν οι κιμωλίες από μόνες.
Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Ασσάν, το διπλανό του κι αναστενάζοντας όλος γνωστικότητα, άνοιξε το καινούργιο τετράδιο.
ηταν μια φορα ένας αθρωπος που ειχε χασει
τηναγαπη και χωρις την αγαπη ητανε μισος
Μίσος. Μισός. μισος. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε η Σοφία στο σπίτι τις δυο σειρούλες που είχε ζητήσει και που δεν περίμενε να την παιδέψουν τόσο. Από τις πολλές φορές που τις διάβασε, οι λέξεις πια έχαναν το νόημά τους και παίρναν ένα άλλο. Μήπως κι όταν μισείς, δεν είσαι μισός... Ταρακούνησε το κεφάλι της και τα σκουλαρίκια-περιστεράκια κουδούνισαν λες και τα περιστέρια κουνούσαν τα ράμφη τους. Έβαλε το τετράδιο του Πέτρου στην άκρη και συνέχισε.
Το πρωί εκείνο είχαν καταφθάσει στο σχολείο τέσσερα προσφυγόπουλα – έκθεση δεν είχαν γράψει εκείνα, ούτε τη γλώσσα ήξεραν, ούτε τετράδια είχαν. Μα και τετράδια να είχαν, τα πρωινά τα σούσουρα δεν είχαν αφήσει τα παιδιά να μείνουν ως το μεσημέρι στην τάξη. Κι όμως, όπως κοιτούσαν το πρωί, με τα αγουροξυπνημένα εκείνα τα μουτράκια κι εκείνα τα μάτια, που υπόσχονταν, χαίρονταν, γεμάτα περιέργεια, αγωνία, μα πιο πολύ απ’ όλα, γεμάτα αγάπη, είχαν γράψει την καλύτερη έκθεση.
Κι εκείνοι, οι μεγάλοι, εκείνοι που ακούστηκαν έξω στην αυλή, αλλά και μετά, έξω απ’ το γραφείο των δασκάλων, να λένε για «ξένους», για «ανεπιθύμητους», εκείνοι μήπως δε μισούσαν; Στον ολόκληρο, κόσμο των παιδιών της, όπως συνήθιζε να τα λέει σα να είναι δικά της παιδιά, εκείνοι, εκείνοι οι πρωινοί , εκείνοι οι μεγάλοι, εκείνοι ήταν μισοί, εκείνοι ήταν ξένοι και ανεπιθύμητοι.
Δεν ήταν ο Πέτρος χαζούλης, ούτε κι ανορθόγραφος ήταν. Παιδί ήταν, κι όπως όλα τα παιδιά τα ξέρουν όλα, έφερνε κι εκείνος την αλήθεια στον κόσμο με τις φαλακρές λεξούλες στις γραμμές του τετραδίου, όπως είχε φέρει την αλήθεια εκείνο το πρωί που είχε χαμογελάσει στον Ασσάν, προτείνοντάς του να κάτσουν μαζί.
Πήρε το τετράδιο ξανά μπροστά της – τα γράμματα, αν και φαλακρά, χόρευαν πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά. Σιγά, που είχε συγκινηθεί απ’ τον Πέτρο!
Πάντως, το επόμενο πρωί, καθώς μοίραζε πίσω τα τετράδια των παιδιών, τα τακούνια της φρέναραν μπροστά στο θρανίο του Πέτρου και του Ασσάν. Τους κοιτούσε καλά-καλά, μία τον Πέτρο, μία τον Ασσάν, μία το μισό θρανίο και μία το άλλο μισό, πήγε κάτι να πει, γύρισε προς την έδρα. Το δικό τους το θρανίο είχε πάρει ήδη το «μπράβο» της, τι να τους πουν εκείνους τα μισά και τα ολόκληρα και το «πρώτη μέρα και φάγαμε τους τόνους».

-«Δε μου λέτε», μιλάει σε όλα τα παιδιά. «Μήπως έχει γεννηθεί κάποιος από εσάς εδώ;», και δείχνει το πάτωμα της τάξης.
Δεν είμαστε με τα καλά μας.
Εικοσιένα ζευγάρια νυσταγμένα ματάκια κοιτάνε απορημένα, λίγο πριν αρχίσουν να μιλάνε ο ένας πάνω στον άλλο, διστακτικά στην αρχή, με καμάρι και ύφος και χρώμα σαν αληθινές τηλεπερσόνες, στη συνέχεια.
-«Εδώ… εδώ μέσα στην αίθουσα εννοώ», λέει ξανά.
Γέλια, γέλια ανωτερότητας και συμπόνιας,
προς την καημένη την κυρία Σοφία μας
που μάλλον τα ‘χει χαμένα.
-«Ωραία! Ούτε κι εγώ! Λοιπόν , εγώ λέω πως, σ’ αυτή εδώ την αίθουσα, είμαστε όλοι ξενοφερμένοι.»
-«Εγώ λέω πως…
να συνεχίσουμε το παραμύθι με τα γράμματα τα φαλακρά στη Χώρα-Αυτή»,
πολύ σοβαρή ακούγεται μια παιδική φωνή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου